Η διαχείριση της Έρευνας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από διαχρονική έλλειψη Εθνικής Ερευνητικής Πολιτικής, απουσία συστηματικής χρηματοδότησης, υποστελέχωση, κατακερματισμό του δημόσιου ερευνητικού ιστού με την ύπαρξη Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων (ΕΚ&Ι) πολλών ταχυτήτων, διασπαρμένων σε διαφορετικά Υπουργεία και με θεσμικά πλαίσια πολύ διαφορετικά από αυτό που διέπει τα ΕΚ&Ι της Γενικής Γραμματείας Έρευνας & Καινοτομίας (ΓΓΕΚ). Όλα τα παραπάνω συνιστούν σημαντικά εμπόδια για την ουσιαστική αξιοποίηση του υπάρχοντος ερευνητικού/επιστημονικού δυναμικού, των ερευνητικών υποδομών και της τεχνογνωσίας και αποτελούν τροχοπέδη στην ουσιαστική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων προς όφελος της Κοινωνίας και της Οικονομίας της χώρας.
Η έρευνα στα ΕΚ υλοποιείται σε ένα δυσμενές πλαίσιο λειτουργίας, χωρίς εξασφαλισμένη και ενισχυμένη εθνική χρηματοδότηση (όπως θα έπρεπε) για το ΕΛΙΔΕΚ, με τους τακτικούς προϋπολογισμούς καθηλωμένους στα επίπεδα του 2018 και με κάλυψη από την Πολιτεία μόνο του μισθολογικού κόστους του μόνιμου και ΙΔΑΧ προσωπικού.
Η πενιχρή εθνική χρηματοδότηση που χαρακτηρίζεται από μη τακτικές προκηρύξεις ερευνητικών δράσεων και χρονοβόρες διαδικασίες αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων, επιβαρύνεται με δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, που διέπουν τη διαχείριση των ερευνητικών και αναπτυξιακών έργων. Η υπαγωγή της διαχείρισης των πόρων της Έρευνας στο δημόσιο λογιστικό έχει ήδη οδηγήσει τις ερευνητικές δραστηριότητες σε αδιέξοδο και έχει μετατρέψει τους ερευνητικούς φορείς της χώρας από φορείς υλοποίησης έρευνας και νέας γνώσης σε κέντρα λογιστικών διεκπεραιώσεων.
Διαβάστε ολόκληρο το δελτίο τύπου εδώ